τηρούμαι

τηρούμαι
τηρούμαι, τηρήθηκα, τηρημένος βλ. πίν. 74

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τηροῦμαι — τηρέω watch over pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ντηριέμαι — και ντηρούμαι (διαλ.) 1. κομπιάζω κατά την ομιλία 2. διστάζω, δειλιάζω, φοβάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐντηροῦμαι «δειλιάζω, διστάζω», με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος. Ο τ. ἐντηροῦμαι < ἐν + τηροῦμαι «παρατηρώ, φροντίζω, φυλάσσω». Η σημ. «φοβάμαι»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”